Γεννιέται στις 28 Νοεμβρίου του 1947 στην Αθήνα. Μια σκληρή εποχή για την Ελλάδα, που πριν προλάβει να ορθοποδήσει από τον Β’ Παγκόσμιο και τη Γερμανική Κατοχή, εισέρχεται σ’ έναν εξίσου αιματηρό Εμφύλιο Πόλεμο.
Η παιδική ηλικία της Μαρίας Φαραντούρη δεν είναι εύκολη και ανέμελη. Η πολιομυελίτιδα -η επιδημία της εποχής, που πλήττει, κυρίως, τα παιδιά- δεν την αφήνει αλώβητη και την ταλαιπωρεί έως το τέλος των παιδικών της χρόνων. Η απομάκρυνση από τους γονείς και η καραντίνα -έστω και μαζί με άλλα παιδιά- στο σανατόριο για έξι μήνες είναι μια επώδυνη εμπειρία για την μόλις δύο ετών Μαρία – εμπειρία που δοκιμάζει και πάλι μερικά χρόνια αργότερα. Οι γονείς της νησιώτες -ο πατέρας, Στεφανογεράσιμος Φαραντούρης, από την Κεφαλονιά και η μητέρα, Ελένη Βιαροπούλου, από τα Κύθηρα- είναι εγκατεστημένοι στη Νέα Ιωνία. Από εκεί και οι πρώτες μνήμες, εικόνες και ήχοι.
Η εφηβεία, όμως, φέρει τις πρώτες δημιουργικές εμπειρίες: η συμμετοχή της στη χορωδία του Συλλόγου Φίλων της Ελληνικής Μουσικής της δίνει τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσει ότι το τραγούδι είναι γι’ αυτήν δρόμος και τρόπος ζωής. Ο ΣΦΕΜ έχει ως αντικείμενο την προώθηση της προοδευτικής μουσικής -βασισμένης στην ελληνική κουλτούρα και παράδοση- και αποτελεί φυτώριο νέων καλλιτεχνών. Ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Μάνος Λοΐζος, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Χρήστος Λεοντής, οι Ζάκης και Παναγιώτης Κουνάδης είναι μερικοί μόνο από τα μέλη του Συλλόγου, που θέλουν να δώσουν μια νέα πνοή στο ελληνικό τραγούδι. Σ’ αυτό το περιβάλλον η Μαρία Φαραντούρη κάνει τα πρώτα της μουσικά βήματα και χάρη στην πλούσια κοντράλτο φωνή της, από μέλος της χορωδίας, γίνεται πολύ σύντομα σολίστ.
Σε μια εκδήλωση του ΣΦΕΜ, το 1963, την ακούει ο Μίκης Θεοδωράκης να τραγουδά ένα δικό του τραγούδι, τον Καημό. Είναι τόσο βαθιά η εντύπωση που του προκαλεί η νεαρή τραγουδίστρια, ώστε στο τέλος της συναυλίας τη συναντά στα παρασκήνια και της λέει: “Το ξέρεις ότι έχεις γεννηθεί για να τραγουδάς τα τραγούδια μου;” “Το ξέρω”, είναι η άμεση απάντηση της δεκαεξάχρονης Μαρίας. Το επόμενο καλοκαίρι περιοδεύει με το γκρουπ του Θεοδωράκη και -δίπλα στον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τη Ντόρα Γιαννακοπούλου και τη Σούλα Μπιρμπίλη- γνωρίζει για πρώτη φορά τον μαγικό κόσμο των συναυλιών. Σύντομα η φωνή της είναι παρούσα και στα μεγάλα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα. Στις πορείες ειρήνης ακούγεται ένα νέο έργο του Θεοδωράκη, το Ένας Όμηρος, απ’ όπου και το Γελαστό Παιδί, ένα τραγούδι που η Μαρία με τη μαχητική της νιότη κάνει γνωστό στο πανελλήνιο και στη συνέχεια σε όλον τον κόσμο.
Τότε, η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής ανεβάζουν και πάλι στην Επίδαυρο τις Φοίνισσες, για τις οποίες ο Θεοδωράκης έχει γράψει τη μουσική. Οι πρόβες τους, τις οποίες ανελλιπώς παρακολουθεί η νεαρή μαθήτρια, αποτελούν για εκείνη σχολείο φωνητικής εξάσκησης και μουσικής έκφρασης. Την ίδια εποχή, την ανακαλύπτει ο Μάνος Χατζιδάκις, ο οποίος μόλις έχει γράψει τα τραγούδια για τη θεατρική διασκευή του Καπετάν Μιχάλη του Νίκου Καζαντζάκη, που παρουσιάζεται από τον θίασο του Μάνου Κατράκη. Έχοντάς τα ήδη ηχογραφήσει με τον Γιώργο Ρωμανό, αποφασίζει να μετατρέψει ένα οργανικό κομμάτι σε τραγούδι, ειδικά για να τραγουδηθεί από τη Μαρία Φαραντούρη. Έτσι, το Κι ήρθες εσύ με το Βοριά γίνεται το πρώτο τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι που ηχογραφεί η νεαρή Φαραντούρη. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ο συνθέτης αποφασίζει να ηχογραφήσει ολόκληρο το έργο μαζί της. Το ενορχηστρώνει για τη φωνή της, ηχογραφεί την ορχήστρα, αλλά, πριν προλάβει να μπει στο στούντιο για να προσθέσουν στην ηχογράφηση τη φωνή της, η ήδη εύθραυστη υγεία του συνθέτη επιδεινώνεται και σύντομα φεύγει από τη ζωή. Λίγο μετά τον θάνατό του, η ερμηνεύτρια μπαίνει στο στούντιο με τον στενό του συνεργάτη Νίκο Κυπουργό, ολοκληρώνουν την ηχογράφηση, αλλά αυτή παραμένει ανέκδοτη…
Στα 1965, η Μαρία ηχογραφεί το τραγούδι των Σπύρου Παπά και Γιάννη Αργύρη Κάποιος γιορτάζει, στο οποίο τη συνοδεύει ο Λάκης Παπάς και, έναν χρόνο αργότερα, κυκλοφορεί το soundtrack της ταινίας του Χαρίλαου Παπαδόπουλου Το νησί της Αφροδίτης, τη μουσική του οποίου υπογράφει ο Μίκης Θεοδωράκης. Από εκεί και η πρώτη ηχογράφηση της Μαρίας σε τραγούδι του Θεοδωράκη, το Ματωμένο Φεγγάρι, σε ποίηση Νίκου Γκάτσου. Λίγο ενωρίτερα, την έχει καλέσει ο συνθέτης στο σπίτι του να της παρουσιάσει το πρώτο έργο που συνθέτει για τη φωνή της: τη Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν σε ποίηση Ιάκωβου Καμπανέλλη, έργο που ταυτίζεται όσο κανένα άλλο με τη φωνή της Μαρίας Φαραντούρη, κάνοντας τον γύρο του κόσμου. Πολύ σύντομα, ο Θεοδωράκης συνθέτει και Έξι Τραγούδια, τα οποία, στη Μεταπολίτευση, μετονομάζει σε Κύκλο Φαραντούρη, τιμώντας την κύρια ερμηνεύτριά του. Σε κανέναν άλλο τραγουδιστή ή τραγουδίστρια δεν έχει αφιερώσει ονομαστικά ο συνθέτης κύκλο τραγουδιών, παρά το γεγονός, ότι πολλά έργα του έχει συνθέσει για συγκεκριμένες ανδρικές ή γυναικείες φωνές.
Ως αναπόσπαστο μέλος του γκρουπ Θεοδωράκη, που δίνει συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, η Μαρία επισκέπτεται και τη Σοβιετική Ένωση. Εκεί την ακούει ο σπουδαίος Ρώσος μουσουργός Άραμ Ίλυτς Χατσατουριάν, ο οποίος της προτείνει να μείνει στη Μόσχα για μουσικές σπουδές στο Ωδείο Τσαϊκόφσκυ. Όμως, η Μαρία αρνείται και συνεχίζει με τον Έλληνα συνθέτη στο μουσικό του οδοιπορικό και όραμα. Μνημειακό χαρακτηρίζεται σήμερα το βινύλιο που κυκλοφορεί το 1966 στην ΕΣΣΔ, ζωντανή ηχογράφηση από τις συναυλίες που δίνονται εκεί.
Στο πλευρό του Θεοδωράκη, που μεταμορφώνει ριζικά τη σύγχρονη ελληνική μουσική και ιδιαίτερα το τραγούδι, η Μαρία Φαραντούρη κάνει γνωστούς στο ελληνικό κοινό τους νομπελίστες Γ.Σεφέρη και Οδ.Ελύτη και τους άλλους μείζονες ποιητές. Αυτό το μουσικό – πολιτιστικό κίνημα αναπτύσσεται μέχρι το στρατιωτικό πραξικόπημα του ’67. Με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας η μουσική του Θεοδωράκη απαγορεύεται και ο ίδιος, μετά από μερικούς μήνες καταδίωξης, συλλαμβάνεται. Έχει, ωστόσο, προλάβει να στείλει κρυφά στη Μαρία ένα σύντομο μήνυμα -σ’ ένα χαρτάκι από μαστίχα- συμβουλεύοντάς την να φύγει για το εξωτερικό. Είναι μόλις 20 ετών, όταν εγκαταλείπει την Αθήνα για το Παρίσι, και κάνει αυτό που θεωρεί αυτονόητο: τραγουδά αφιλοκερδώς σε πλήθος συναυλιών, τα έσοδα των οποίων διοχετεύονται στην αντιδικτατορική δράση. Γίνεται σύμβολο αντίστασης και ελπίδας και εις το εξής, πάντα ευαισθητοποιημένη στα κοινωνικά προβλήματα, συμπαρίσταται εμπράκτως στο γυναικείο κίνημα, στις οικολογικές κινητοποιήσεις, στον αγώνα κατά των ναρκωτικών, στους πολιτικούς πρόσφυγες.
Ο διεθνής Τύπος την ονομάζει Μαρία Κάλλας του λαού (The Daily Telegraph), Joan Baez της Μεσογείου (Le Monde), Φωνή της Ελλάδας (Wiener Zeitung), χαρακτηρίζοντας τη φωνή της Δώρο των θεών του Ολύμπου (The Guardian) και αφιερώνοντάς της εκτενείς διθυραμβικές κριτικές, όπου εξαίρονται όχι μόνο τα φωνητικά προσόντα και η σεμνή σκηνική της παρουσία, αλλά, επίσης, το ήθος και η κοινωνική της δραστηριοποίηση. Τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα, η Μαρία ¬-ως αγωνίστρια και συνειδητοποιημένη γυναίκα- αποτελεί μία εντελώς νέα μορφή τραγουδίστριας.
Με τις συναυλίες της στην Ευρώπη και στην Αμερική, καθώς και με ηχογραφήσεις, που ακούγονται από το BBC και τη Deutsche Welle, κρατά ζωντανή τη μουσική του Θεοδωράκη και μαζί διατηρεί στην επικαιρότητα το ελληνικό ζήτημα. Εκείνος -σε εξορία, τότε, στην ορεινή Ζάτουνα- της διοχετεύει μυστικά κασέτες με πρόχειρες ηχογραφήσεις των νέων έργων του – με τη φωνή του και τον ίδιο στο πιάνο. Η Μαρία βρίσκει τους κατάλληλους συνεργάτες για να γίνουν οι ενορχηστρώσεις, και ο Θεοδωράκης ακούει το αποτέλεσμα από τα βραχέα, σε τρανζιστοράκι που έχει αποκρύψει από τους δεσμοφύλακές του. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ακούει για πρώτη φορά την Κατάσταση Πολιορκίας, σε μετάδοση από το Roundhouse του Λονδίνου. Μια ιστορική συναυλία, στην οποία συμβάλλει πλήθος καλλιτεχνών, από τον Μίνω Βολανάκη έως τους ηθοποιούς του μιούζικαλ Hair, οι οποίοι -σε μια ανάπαυλα των παραστάσεών τους- σπεύδουν να στηρίξουν τον αγώνα των Ελλήνων συναδέλφων τους. Ο Sir John Geilgud, ο Alan Bates, η Peggy Ashcroft και η Μελίνα Μερκούρη συνεισφέρουν λίγο αργότερα σε άλλη συναυλία της Μαρίας στο Albert Hall.
Σ’ αυτούς τους καιρούς, η Μαρία γνωρίζει τον Τηλέμαχο Χυτήρη, ποιητή και φοιτητή της φιλοσοφικής στη Φλωρεντία, όταν βρίσκεται εκεί για συναυλία που διοργανώνουν οι Έλληνες φοιτητές. Τα χρόνια που ακολουθούν, ο μετέπειτα γάμος τους και η απόκτηση ενός γιου αποδεικνύουν ότι το ζευγάρι είχε συνδεθεί εφ’ όρου ζωής.
Παράλληλα, ανανεώνεται η συνεργασία της με τον Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος συνθέτει την Εποχή της Μελισσάνθης, ένα έργο βιωματικό για τον ίδιο, που αναφέρεται στους χαλεπούς καιρούς της νιότης του και στα ανοιχτά τραύματα που του έχει αφήσει η γερμανική κατοχή. Είναι το μοναδικό πολιτικό του έργο και το εμπιστεύεται στη Μαρία, εξού και δίνει τον υπότιτλο Μια μουσική ιστορία με την Μαρία Φαραντούρη. Χάρη στην παρέμβαση του Μάνου Χατζιδάκι, το 1972, γίνεται δυνατό να επιστρέψει η Μαρία στην Ελλάδα για τον ύστατο χαιρετισμό στον πατέρα της, ο οποίος φεύγει από τη ζωή στα χρόνια της δικτατορίας. Της παραχωρείται μια 48ωρη άδεια, λες και δυο μέρες αρκούν για έναν θρήνο! Υπό αυτές τις συνθήκες, ωστόσο, αρκούν και χωρούν και μία επίσκεψή της αστραπή στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, εκεί όπου ο παλμός των αρχαίων προγόνων χτυπά πάντα ελεύθερος – μια ανάσα ελεύθερης Ελλάδας και επιστροφή στην αυτοεξορία.
Δύο χρόνια ενωρίτερα -και κατόπιν διεθνούς κινητοποίησης προσωπικοτήτων των γραμμάτων και των τεχνών- ο Θεοδωράκης με κλονισμένη υγεία (μετά από φυλακίσεις, εξορίες και κατ’ οίκον περιορισμούς) έχει αφεθεί ελεύθερος. Με τη μεσολάβηση του Γάλλου Jean-Jacques Servan-Schreiber έχει μεταβεί στο Παρίσι, απ’ όπου αρχίζει την αέναη περιήγησή του στον κόσμο: Ευρώπη, Αυστραλία, Βόρεια και Λατινική Αμερική, Μέση Ανατολή. Η Μαρία -πάντα μαζί του- πρωτοστατεί στις συναυλίες που γίνονται πυλώνας δύναμης για τους αυτοεξόριστους Έλληνες και βήμα για τους απανταχού καταπιεσμένους με τη συμπαράσταση διασήμων ξένων καλλιτεχνών, διανοουμένων και άλλων προσωπικοτήτων. Ειδικά οι Ευρωπαίοι στέκονται στο πλευρό των ανέστιων -τότε- Ελλήνων, αγκαλιάζοντας τον αγώνα τους για ελευθερία. Μυθικές οι συναυλίες στις αίθουσες Olympia, Salle Pleyel, Bobino, Mutualité, Lincoln Center, Albert Hall, Tschaikovsky: μερικές μόνο από εκείνες που γίνονται μάρτυρες αυτής της πάλης. Συγχρόνως, το ξένο κοινό έρχεται σε επαφή με τη σύγχρονη ελληνική μουσική και ενθουσιάζεται από τη δημιουργία του Θεοδωράκη. Και μέχρι σήμερα, οι αίθουσες στο εξωτερικό και ειδικά στην Ευρώπη είναι κατάμεστες περισσότερο από τοπικό πληθυσμό παρά από Έλληνες του εξωτερικού, όταν δίνει συναυλίες η Μαρία Φαραντούρη ή παρουσιάζονται τα κλασικά έργα του Μίκη Θεοδωράκη.
Παράλληλα με τις συναυλίες της, η Μαρία ηχογραφεί δίσκους που φθάνουν κρυφά στην Ελλάδα -μέσα σε διαφορετικά εξώφυλλα- για να δώσουν θάρρος και ευψυχία στους αγωνιστές. Έτσι, εν κρυπτώ και παραβύστω, μεταφέρονται εκτός Ελλάδος και οι ταινίες με το ηχητικό υλικό της Μεγάλης Αγρύπνιας, του πρωτόλειου έργου της νεοεμφανιζόμενης -τότε- Ελένης Καραΐνδρου, σε ποίηση Κώστα Γεωργουσόπουλου. Η Μαρία προσθέτει τη φωνή της σε ένα λονδρέζικο στούντιο, τοποθετώντας τη σφραγίδα της στον μοναδικό κύκλο τραγουδιών της Καραΐνδρου, καταξιωμένης -σήμερα- συνθέτριας κινηματογραφικής μουσικής. Έτσι αρχίζει και η φιλία τους. Λίγο αργότερα, σε μια περιοδεία της στην Αμερική, γνωρίζει στη Νέα Υόρκη τη Φλέρυ Νταντωνάκη, με την οποία συνδέεται με βαθιά φιλία, έως το βασανισμένο τέλος της Φλέρυς, το καλοκαίρι του 1998.
Το Λονδίνο έχει γίνει πια η υιοθετημένη πατρίδα της κι εκεί γνωρίζεται με τον δεξιοτέχνη της κιθάρας John Williams. Ο διεθνούς φήμης καλλιτέχνης εντυπωσιάζεται από τη φωνή της και την παρουσία της και συνεργάζεται μαζί της επάνω στο Romancero Gitano του F.G.Lorca, σε μια εξαίρετη μεταγραφή για φωνή και κιθάρα. Ο Ισπανός Lorca, ευαίσθητος ποιητής και θύμα της χούντας του Φράνκο, έχει γίνει πηγή έμπνευσης για τον Θεοδωράκη -ο οποίος μελοποιεί το εν λόγω έργο του λίγο πριν εκδηλωθεί το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ελλάδα- και το οποίο, στα 1971, με τη Μαρία στο τραγούδι και τον John Williams στην κιθάρα βρίσκει την ιδανική του ερμηνεία, στην έξοχη απόδοσή του στα ελληνικά από τον Οδυσσέα Ελύτη.
Στο Παρίσι, ο Θεοδωράκης έρχεται σ’ επαφή με όλες τις προοδευτικές προσωπικότητες της εποχής. Με συναυλίες του στηρίζει τον ηγέτη του γαλλικού σοσιαλιστικού κόμματος François Mitterand στην προεκλογική του εκστρατεία. Εντυπωσιασμένος ο Mitterrand από τη Μαρία γράφει ένα μοναδικής εμπνεύσεως σχόλιο για αυτήν, στο βιβλίο του Η μέλισσα και ο Αρχιτέκτονας, όπου την παρομοιάζει με την ίδια την Ελλάδα και τη θεά Ήρα: δυνατή, αγνή και άγρυπνη.
Με την πτώση της χούντας ο Μίκης Θεοδωράκης και η Μαρία Φαραντούρη επιστρέφουν στην Ελλάδα, όπου δίνουν στιγμές έντονης συγκίνησης στο ελληνικό κοινό, μετά από επτά χρόνια βίας και ψυχαναγκασμού. Εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδες είναι μόνον όσοι παρακολουθούν το Canto General του Θεοδωράκη στο Στάδιο Καραϊσκάκη. Ένα έργο που η Μαρία με τον εξέχοντα συνάδελφό της Πέτρο Πανδή σφραγίζουν με την ερμηνεία τους και που έχουν τη χαρά, όταν το συνθέτει ο Θεοδωράκης στο Παρίσι, να κάνουν τις δοκιμές παρουσία του ποιητή του, Pablo Neruda.
Με συνειδητές επιλογές η Μαρία Φαραντούρη επιτυγχάνει από νωρίς να έχει καλλιτεχνική αυτονομία, ως μία αυτόφωτη καλλιτεχνική οντότητα, που μπορεί πλέον να ελιχθεί σε διαφορετικά είδη τραγουδιού. Αρωγός της και η Έλλη Νικολαΐδη – πολύτιμη δασκάλα για τη μουσική της εξάσκηση. Πάντα πιστή στον δρόμο που έχει χαράξει έως τότε, με γνώμονα την ποιότητα και την υψηλή αισθητική, η Μαρία Φαραντούρη αρχίζει ν’ ανοίγει το ρεπερτόριό της μετά το 1976. Εκεί, άλλωστε, την οδηγεί η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, μετά από επτά χρόνων παραμονή στο εξωτερικό. Ως πολίτις και καλλιτέχνις του κόσμου έχει ζυμωθεί με ξένους καλλιτέχνες και έχει συμπράξει σε διεθνή φεστιβάλ με σπουδαίες προσωπικότητες του τραγουδιού, όπως η Juliette Gréco, η Mercedes Sosa, η Myriam Makeba, οι Inti Illimani, η Maria del Mar Bonet. Η πρότασή της προς το ελληνικό κοινό είναι τα Τραγούδια Διαμαρτυρίας από όλον τον Κόσμο, που όχι μόνο βρίσκει άμεση ανταπόκριση, αλλά γίνεται σε ελάχιστο χρονικό διάστημα χρυσό βινύλιο.
Η γνωριμία της με τον κορυφαίο ηθοποιό του Berliner Ensemble, Ekkehard Schall, καταλήγει σε μια σπουδαία συνεργασία επάνω σε τραγούδια του Bertolt Brecht. Η Μαρία είναι η πρώτη καλλιτέχνις, την οποία αποδέχεται το γερμανικό κοινό σε ερμηνεία του Brecht και σε άλλη γλώσσα εκτός της γερμανικής. Οι παραστάσεις στα ελληνικά και στα γερμανικά, που δίνουν στη Γερμανία και εν συνεχεία στην Ελλάδα με τον Ekkerhard Schall, σημειώνουν τεράστια επιτυχία.
Η Μαρία Φαραντούρη γίνεται πηγή έμπνευσης και για ξένους καλλιτέχνες που ακούν τις ηχογραφήσεις της και καταπιάνονται με τα τραγούδια που έχει τραγουδήσει, δίνοντας τη δική τους διάσταση. Το ροκ συγκρότημα Savage Republic διασκευάζει μέρη από την Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν και το έργο Ένας Όμηρος, ενώ ο κιθαρίστας της τζαζ Nels Cline της αφιερώνει έναν αυτοσχεδιασμό επάνω στην Παντέρμη από το Romancero Gitano του Lorca, με τίτλο Maria Alone (For Maria Farandouri).
Παράλληλα, ανανεώνει τη συνεργασία της με τον Μάνο Λοΐζο σ’ έναν δίσκο σταθμό για την εποχή, Τα Νέγρικα, σε ποιητική δημιουργία του Γιάννη Νεγρεπόντη. Αργότερα συνεργάζεται με τον νέο συνθέτη Μιχάλη Γρηγορίου, ο οποίος μελοποιεί Μανώλη Αναγνωστάκη. Ενδιάμεσα, έχει αναζωογονηθεί η συνάντηση με τον Μάνο Χατζιδάκι -με την ολοκλήρωση της Μελισσάνθης και τη σύνθεση νέων έργων για τη φωνή της- και λίγο αργότερα οι συναυλίες του Μάνου στη Ρωμαϊκή Αγορά -με τη Μαρία και νέους τραγουδιστές- αποτελούν το καλλιτεχνικό γεγονός της χρονιάς. Σ’ ένα άνοιγμα φιλίας και ειρήνης μεταξύ των δύο λαών, η Μαρία Φαραντούρη κάνει μια ανατρεπτική για την εποχή κίνηση, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, και συνεργάζεται με τον Τούρκο συνθέτη και διανοούμενο Zülfü Livaneli. Οι συναυλίες τους στην Ελλάδα αγκαλιάζονται από το ελληνικό κοινό, που δείχνει καθαρά την κόπωση του από τη μακροχρόνια ελληνοτουρκική αντιπαράθεση και τη διάθεσή του για συμφιλίωση και ειρηνική συμβίωση. Την ίδια, και ίσως ακόμη περισσότερη, ανταπόκριση έχει αυτή η συνεργασία στην Τουρκία.
Το 1981, με τον Θεοδωράκη και τον Πανδή παρουσιάζουν για δεύτερη φορά στην Κούβα το Canto General. Οι συναυλίες -που δίνονται παρουσία του Fidel Castro- έχουν τόση επιτυχία στο μουσικά εκπαιδευμένο κουβανέζικο κοινό, ώστε είναι άμεση η πρόσκληση από τον Κουβανό ηγέτη για νέο κύκλο συναυλιών.
Το 1985 είναι για τη Μαρία η αρχή ενός νέου κεφαλαίου στη ζωή της. Η γέννηση του γιου της Στέφανου, ανήμερα της εθνικής εορτής της 28ης Οκτωβρίου, εγκαινιάζει μια περίοδο σχετικής απόσυρσης από τα καλλιτεχνικά δρώμενα. Με πνευματώδη διάθεση ο Μάνος Χατζιδάκις σχολιάζει το ευτυχές γεγονός της γέννησης του Στέφανου στο περιοδικό Τέταρτο ως εξής: “Εθνική εορτή (συνήθης ετησία). Έκλειψη ολική Σελήνης (ασυνήθης). Γεννήθηκεν ο γιός της Μαρίας της Φαραντούρη και του Τηλέμαχου Χυτήρη. Το μόνο πρωτογενές γεγονός της ημέρας. Να τους ζήσει. Μ’ όλες μας τις ευχές. Μ’ όλη μας την καρδιά. Μ’ όλη μας την αγάπη.”
Οι ανάγκες της μητρότητας την ωθούν σε λίγες αλλά εκλεκτές συνεργασίες στα αμέσως επόμενα χρόνια. Σπουδαία η σύμπραξή της με τον κορυφαίο μαέστρο Zubin Mehta και τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Ισραήλ, στο Ηρώδειο, για την ερμηνεία του κλασικού -πλέον- έργου Η Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν. Στο μέλλον θα βρεθεί και πάλι κάτω από την μπαγκέτα του διάσημου αρχιμουσικού, λίγο πριν από το γύρισμα της χιλιετίας, στο Παρίσι, για τον εορτασμό του Millennium από την Unesco. Το 1987, ζει συγκινητικές στιγμές, όταν ερμηνεύει το Romancero Gitano μέσα στο σπίτι που γεννήθηκε ο Lorca, στο Fuente Vaqueros, παρουσία της αδελφής του ποιητή Isabel G. Lorca και του φίλου του, ζωγράφου, Jose Caballero. Το 1988, και πάλι στο Ηρώδειο, συμμετέχει μαζί με τον Νορβηγό σαξοφωνίστα Jan Garbarek στη συναυλία της Ελένης Καραΐνδρου με μουσικά θέματα και τραγούδια από κινηματογραφικές ταινίες.
Η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα είναι ασταθής το 1989, καθώς βάλλεται πανταχόθεν το πρόσωπο του Πρωθυπουργού και Προέδρου του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος, Ανδρέα Παπανδρέου, ενώ δύο αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις δεν έχουν αναδείξει σταθερή και βιώσιμη κυβέρνηση. Θεωρώντας ότι οφείλει να συμπαρασταθεί στον ιστορικό ηγέτη του ΠΑΣΟΚ, κατά τη συκοφαντική, όπως αποδεικνύεται, επίθεση εναντίον του, η Μαρία ανταποκρίνεται στο κάλεσμά του και τίθεται σε εκλόγιμη θέση στο ψηφοδέλτιο επικρατείας. Από τα έδρανα της αντιπολίτευσης, μένει για μια βουλευτική περίοδο στο πλευρό του Ανδρέα Παπανδρέου, συμβάλλοντας από κοινού με τη Μελίνα Μερκούρη και τον Σταύρο Μπένο στις προτάσεις επί πολιτιστικών θεμάτων.
Ούτε η μητρότητα, όμως, ούτε η πολιτική είναι ικανές να την κρατήσουν για πολύ μακριά από την Τέχνη. Το 1990, συνεργάζεται για την υλοποίηση ενός διπλού άλμπουμ με τον Κουβανό συνθέτη Leo Brouwer, επάνω σε διεθνές ρεπερτόριο και τραγούδια του Βαγγέλη Παπαθανασίου, γραμμένα ειδικά για τη φωνή της.
Και ενώ η συνεργασία της με τον Μίκη Θεοδωράκη συνεχίζεται σε νέα ή ανέκδοτα έργα του μεγάλου μουσουργού, η Μαρία Φαραντούρη επιδιώκει, συγχρόνως, την επαφή με τη νεότερη γενιά των Ελλήνων συνθετών. Στο πλαίσιο αυτό ερμηνεύει το έργο του Περικλή Κούκου σε ποίηση Χριστόφορου Χριστοφή, Ημερολόγιο για Περαστικούς στα Τέλη του Αιώνα, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, το 1996. Τρία χρόνια αργότερα, σε ένα πνεύμα καλής συνεργασίας και καλλιτεχνικής δημιουργίας προτείνει στις εξαίρετες συναδέλφους της Έλλη Πασπαλά και Σαββίνα Γιαννάτου να συνεργαστούν. Οι εμφανίσεις τους, με τις ενορχηστρώσεις του πιανίστα Τάκη Φαραζή και τη σύμπραξη στην ορχήστρα και των David Lynch και Haig Yazdjian, έχουν μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία, ώστε το σχήμα να παραμείνει στις ελληνικές σκηνές για δύο χρόνια.
Για χάρη της Μαρίας επιστρέφει, το 2000, στη δισκογραφία, μετά από απουσία πολλών ετών, η πρωτοποριακή συνθέτις και σημαντική επίγονος του Μάνου Χατζιδάκι, Λένα Πλάτωνος. Το καλοκαίρι του 2001, όταν η Αθήνα έχει αδειάσει για τις αυγουστιάτικες διακοπές, η Μαρία Φαραντούρη γεμίζει το Ηρώδειο, όπου -με τη σύμπραξη της Ορχήστρας Χρωμάτων και υπό τη διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη- παρουσιάζει το πρόγραμμα Ένας Αιώνας Ελληνικό Τραγούδι. Τον Ιούνιο του 2003, και πάλι στο ρωμαϊκό ωδείο, τραγουδά στην ολοκληρωμένη έκδοση της Αμοργού των Μάνου Χατζιδάκι και Νίκου Γκάτσου, σε πρώτη παγκόσμια εκτέλεση. Οι συνεργασίες της με συμφωνικές ορχήστρες στην Ελλάδα και τον κόσμο καθώς και με σολίστ του κλασικού ρεπερτορίου δεν σταματούν ποτέ, όπως με τους διακεκριμένους πιανίστες Ντόρα Μπακοπούλου, Γιάννη Βακαρέλη και Γιώργο Λαζαρίδη.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90, τις περιοδείες της στο εξωτερικό, αλλά και κάποιες εμφανίσεις της στην Ελλάδα, πλαισιώνει το βερολινέζικο γκρουπ Berliner Instrumentalisten, που απαρτίζεται από τους Γερμανούς μουσικούς Henning Schmiedt (πιάνο), Volker Schlott (σαξόφωνο /φλάουτο), Jens Naumilkat (τσέλο), ενώ στην Ελλάδα μόνιμοι συνεργάτες της, το ίδιο διάστημα, είναι ο Τάκης Φαραζής (πιάνο) και ο David Lynch (σαξόφωνο /φλάουτο). Μ’ αυτούς τους μουσικούς η Μαρία Φαραντούρη δίνει μια άλλη διάσταση και προέκταση σε επιλεγμένα μέρη από όλο το φάσμα του ελληνικού τραγουδιού διαχρονικά. Παράλληλα, συνεχίζει τα ανοίγματά της στις διεθνείς μουσικές τάσεις. Με τον θρύλο της αμερικανικής jazz Charles Lloyd εμφανίζεται σε συναυλίες στην Ελλάδα και τον κόσμο, ενώ η συναυλία τους στους πρόποδες της Ακρόπολης ηχογραφείται από τον Manfred Eicher για λογαριασμό της ECM και το Athens Concert κυκλοφορεί σε cd τον Σεπτέμβριο του 2011. Η συνεργασία με την εταιρεία ανανεώνεται επτά χρόνια αργότερα, όταν κυκλοφορεί η μουσική σύμπραξη της Μ.Φαραντούρη με τον νέο Τούρκο συνθέτη Cihan Türkoğlu επάνω σε ευρύτερο μεσογειακό ρεπερτόριο.
Στις 23 Σεπτεμβρίου 2004, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος επιβραβεύει την προσφορά της Μαρίας Φαραντούρη στο ελληνικό τραγούδι, απονέμοντάς της τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικος. Πριν και μετά, πολλές άλλες βραβεύσεις και τιμητικές διακρίσεις έχουν απονεμηθεί στην ερμηνεύτρια (π.χ. Premio Tenco 2014, San Remo) και LiberPress 2017, Girona), η οποία συνεχίζει τη δημιουργική της δραστηριότητα με γνώμονα την υπηρεσία της Τέχνης και της Ελλάδας.